Jazra Khaleed ◄
Δεν έχω τίποτα να προτείνω, είμαι απλώς ένα πρωτόκολλο˙
η ζωή μου, ενδεκασύλλαβη και σχοινοτενής,
χωρίς μαχαίρι και κουτάλι, μα με τα μάτια δεκατέσσερα,
δε συμφωνεί ούτε σε γένος ούτε σε αριθμό
μ‘ όσα γράφουν οι εφημερίδες, μ‘ όσα ψιθυρίζουν οι εραστές.
Κρυώνει από θάνατο η ζωή μου –πώς ορθώνεται κι αγροικά!–
καθώς απομακρύνονται με τα κόκαλά τους υπό μάλης
το αλέτρι και το άλογο, η μάνα και οι εννιά της μήνες˙
μαζεύει τα χρόνια της, τον Μαρξ και τον Ένγκελς της,
ετοιμάζεται για την ξεροκαιριά, τον θάνατο του σκύλου.
Λέω στον εαυτό μου, κουράγιο, μην απελπίζεσαι,
θα ‚ρθουν σύντομα οι συντρόφοι,
θα ‚ρθει η εποχή της σβάρνας και του δρεπανιού,
στ‘ όνομα της ταξικής πάλης θα βαδίσουν τα τουφέκια,
κι οι προλετάριοι θα εκδικηθούν την ευτυχία,
το θριαμβευτικό πέρα δώθε των εμπόρων.
Δεν είμαι υγιής, στο σώμα μου κηρύσσεται κάθε μέρα
κι από μια πτώχευση, φθείρονται οι χόνδροι, οι αρθρώσεις˙
κοστίζει το χοντρό άντερο κι η μελάνη,
κοστίζει η τσάκιση στο γιακά, το δαχτυλικό αποτύπωμα.
Αυτή ακριβώς είναι η φτώχεια μου,
οι μικροί εγωισμοί που κρύβει μέσα της,
οι ανθρώπινες εκτάσεις της,
μια συμφωνία σε σι ύφεση.
Με κομματιάζει η φτώχεια μου, τεντώνει τις αποστάσεις μου,
–ποτέ δεν είχε το σχοινί τόσους κόμπους–
κομματιάζει την αριθμητική μου σε πραγματικούς αριθμούς,
το εγώ μου σε αμφιβολίες, τις αμφιβολίες μου σε ζύγια.
Δυο πατρίδες έχει η φτώχεια μου, μία στο βορρά, μία στο νότο˙
στο βορρά όσες πεινούν κρύβουν ένα μαχαίρι κάτω απ‘ το μαξιλάρι τους,
στο νότο όσες κοιμούνται στο δρόμο ονειρεύονται μια πόλη δίχως δρόμους.
(Έχουν αργήσει οι συντρόφοι, κρύωσε το φαγητό στο τραπέζι.)
Η ευτυχία, αυτό το ατάλαντο φωτομοντέλο, τα πρωινά
παρουσιάζει συνταγές για όλα τα βαλάντια.